- πενθοποιώ
- -έω, Αεπιφέρω θρήνο, προκαλώ οδυρμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. θαυματο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek